- αποβολεύς
- ἀποβολεύς, ο (Α) [αποβάλλω]φρ. «ἀποβολεὺς ὅπλων» αυτός που παράτησε τα όπλα του και εγκατέλειψε τη μάχη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποβολεύς — one who has lost masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῆ — ἀποβολεύς one who has lost masc nom/voc/acc dual ἀποβολεύς one who has lost masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῆς — ἀποβολεύς one who has lost masc nom pl ἀποβολεύς one who has lost masc nom/voc pl ἀποβολή throwing away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῆι — ἀποβολεύς one who has lost masc dat sg (epic ionic) ἀποβολῇ , ἀποβολή throwing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῇ — ἀποβολῆι , ἀποβολεύς one who has lost masc dat sg (epic ionic) ἀποβολή throwing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)